προσθέσεις

προσθέσεις
πρόσθεσις
application
fem nom/voc pl (attic epic)
πρόσθεσις
application
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • επισυναγωγή — ἐπισυναγωγή, ή (AM) [επισυνάγω] συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ) 2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας αρχ. 1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού 2. περιληπτική θέα, σύνοψη 3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρογαλβανισμός — ο ιατρ. παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στο στόμα λόγω χρησιμοποίησης διαφορετικών μετάλλων για εμφράξεις ή οδοντικές προσθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrogalvanism < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • τσιγαρίζω — τζυγαρίζω ΝΜ 1. τηγανίζω, καβουρντίζω, κοκκινίζω στο τηγάνι («πρέπει πρώτα να τσιγαρίσεις το κρεμμύδι και ύστερα να προσθέσεις το κρέας») 2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ 3. φρ. «τσιγαριζόμαστε με το ζουμί μας» ζούμε φτωχικά, με πολλές στερήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Γουίτμαν, Γουόλτ — (Walt Whitman, Γουέστ Χιλς, Λονγκ Άιλαντ 1819 – Νιου Τζέρσεϊ 1892). Αμερικανός ποιητής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα μικρό τυπογραφείο και το 1846 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Daily Eagle του Μπρούκλιν. Η δημοσιογραφική …   Dictionary of Greek

  • αθροιστής — αθροιστής, ο και αθροιστήρας, ο και αθροιστική μηχανή, η όργανο με το οποίο γίνονται μηχανικά προσθέσεις και αφαιρέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”